-
1 αυτό
-
2 αὐτό
Βλ. λ. αυτό -
3 αὑτό
Βλ. λ. αυτό -
4 αὐτο-νυχῖ
αὐτονυχῖ́: this very night, Il. 8.197.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐτο-νυχῖ
-
5 αυτό
1) it2) thisΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυτό
-
6 αὐτοζῷον
αὐτο-ζῷον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοζῷον
-
7 αὐτοαληθῶς
A in very truth, Suid. s.v. αὐτό.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαληθῶς
-
8 αὐτόγλυφος
αὐτό-γλῠφος, ον,A self-engraved, λίθος Ps.-Plu.Fluv.12.2 [suff] αὐτο-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, in one piece with the point,οἰστός Hld.9.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγλυφος
-
9 αὐτογνώμων
A on one's own judgement, at one's own discretion, κρίνειν αὐ., opp. κατὰ γράμματα, Arist.Pol. 1270b29, cf. 1272a39. Adv.- όνως Plu.Demetr.6
: —hence Subst. [suff] αὐτο-οσύνη, ἡ, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογνώμων
-
10 αὐτόγνωτος
αὐτό-γνωτος, ον,A self-determined, self-willed, :—also[suff] αὐτό-γνωστος, ον, knowable in itself, Simp.in Ph.1250.14, Dam.Pr.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγνωτος
-
11 αὐτοδόξαστον
αὐτο-δόξαστον, τό,A the object of opinion in the abstract, Suid. s.v. αὐτό.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδόξαστον
-
12 αὐτοενέργεια
A v. αὐτεν-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοενέργεια
-
13 αὐτοετίτης
A f.l. for αὐτο-ετής, Gal.19.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοετίτης
-
14 αὐτοκαλλονή
αὐτο-καλλονή, ἡ,A ideal, absolute beauty, Procl.Theol.Plat.1.24; also [suff] αὐτό-καλλος, τό, ib.5.14, Herm.in Phdr. p.157 A., Procl.in Prm.p.667 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκαλλονή
-
15 αὐτοκρατορία
αὐτο-κρᾰτορία, ἡ,A sovereignty, of the Emperors, D.C. 67.12; also [suff] αὐτο-εία, ἡ, reign of an Emperor, PFlor.56.13 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκρατορία
-
16 αὐτομάθεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτομάθεια
-
17 αὐτόνοος
A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόνοος
-
18 αὐτονυχί
A that very night, Il.8.197, Aristid.Or.48(24).16; in the same night, Arat.618, A.R.4.1130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτονυχί
-
19 αὐτόπυρος
αὐτό-πῡρος, ὁ,A of whole wheaten meal,ἄρτος Alex.121
, Gal.15.577, PPetr.3p.179; opp. σητάνειος, Plu.2.466d:—also [suff] αὐτο-πῡρίτης [ῑ], ου, ὁ, Phryn.Com.38, Hp.Int.20,22, Luc. Pisc.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόπυρος
-
20 αὐτοσίδηρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσίδηρος
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)